- εκπιμπρημι
- ἐκπίμπρημιἐκ-πίμπρημιзажигать, pass. зажигаться, гореть
(ἥ ἐκπιμπραμένη φλόξ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ ἐκπιμπραμένη φλόξ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκπίμπρημι — ἐκπίμπρημι (Α) πυρπολώ, κατακαίω … Dictionary of Greek
συνεκπίμπρημι — ΜΑ κατακαίω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπίμπρημι «πυρπολώ, κατακαίω»] … Dictionary of Greek